συγχρονία

συγχρονία
η, Ν
(γλωοσ.) η μελέτη τής γλώσσας με τη μορφή που λειτουργεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο και σε ορισμένη χρονική στιγμή, σε αντιδιαστολή με τη διαχρονία, δηλαδή τη μελέτη τής γλώσσας στην πορεία και εξέλιξή της μέσα στον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synchronie (< συν-* + χρόνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγχρονικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση φαινομένου ή γεγονότος σε μία και ίδια δεδομένη χρονική στιγμή («συγχρονική μελέτη τής γλώσσας») 2. φρ. α) «συγχρονική γλωσσολογία» γλωσσ. κλάδος τής γλωσσολογίας που ασχολείται με την… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”