- συγχρονία
- η, Ν(γλωοσ.) η μελέτη τής γλώσσας με τη μορφή που λειτουργεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο και σε ορισμένη χρονική στιγμή, σε αντιδιαστολή με τη διαχρονία, δηλαδή τη μελέτη τής γλώσσας στην πορεία και εξέλιξή της μέσα στον χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synchronie (< συν-* + χρόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.